- αρχαιογονία
- η (Μ ἀρχαιογονία) [αρχαιόγονος]η αρχή κάποιου γένους, η αρχαία καταγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρχαιογονία — ἀρχαιογονίᾱ , ἀρχαιογονία origin fem nom/voc/acc dual ἀρχαιογονίᾱ , ἀρχαιογονία origin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιογονίας — ἀρχαιογονίᾱς , ἀρχαιογονία origin fem acc pl ἀρχαιογονίᾱς , ἀρχαιογονία origin fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιογονίαν — ἀρχαιογονίᾱν , ἀρχαιογονία origin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՍԿԶԲՆԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0721 Chronological Sequence: 7c գ. ἁρχαιογονία antiqua origo. Նախկին եղանութիւն կամ գոյաւորութիւն, լինելութիւն, ծնունդ. *Երկիւղ ասեն ոչ է ʼի սկզբնեղութիւն բնաւորեալ: Նա բանաւորութիւն ո՞չ ապաքէն ընդ սկզբնեղութեան առբնացեալ է ʼի մարդումն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)